- μαγνητοπυρίτης
- ο мин. магнитный колчедан
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαγνητοπυρίτης — Ορυκτό που αποτελεί θειούχο ένωση του σίδηρου του τύπου FeS. Η ένωση αυτή είναι γνωστή και με την ονομασία πυροτίτης ή πυροτίνης και κρυσταλλώνεται στο εξαγωνικό σύστημα. Έχει μεταλλική λάμψη και μπρουντζοκίτρινο χρώμα. Βρίσκεται σε φλοιώδη και… … Dictionary of Greek
διδυμία — Όρος που χρησιμοποιείται στην κρυσταλλογραφία και αναφέρεται στη σύμφυση δύο κρυστάλλων του ίδιου σώματος, η οποία γίνεται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, χαρακτηριστικούς για κάθε κρυσταλλικό σύστημα. Οι δύο αυτοί κρύσταλλοι ονομάζονται δίδυμοι.… … Dictionary of Greek
μαγνήτης — Έτσι ορίζεται οποιοδήποτε σώμα ικανό να έλκει σιδηρομαγνητικά υλικά. Η ιδιαίτερη συμπεριφορά των φυσικών μαγνητικών υλικών (Fe3O4) ήταν γνωστή από τα αρχαιότατα χρόνια και οι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν ήδη από τα προχριστιανικά χρόνια την ιδιότητα… … Dictionary of Greek
πυρροτίτης — ο, Ν (ορυκτ.) άλλη ονομασία τού ορυκτού μαγνητοπυρίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyrrhotite < γερμ. Pyrrhotine (< πυρρότης «ερυθρότητα» + κατάλ. ine) με επίδραση τής κατάλ. ite] … Dictionary of Greek